Ο διαβήτης είναι μία σοβαρή πάθηση που σχετίζεται με το μεταβολισμό της γλυκόζης. Η γλυκόζη είναι η βασικότερη πηγή ενέργειας για τον οργανισμό, ο οποίος διαθέτει εξειδικευμένα ενζυμικά συστήματα για να την διασπά και να χρησιμοποιεί την προκύπτουσα ενέργεια. Η γλυκόζη με τη σειρά της, είναι συστατικό των τροφίμων που τρώμε και συγκεκριμένα αυτών που είναι πλούσια σε υδατάνθρακες (ψωμί, μακαρόνια, πατάτες, ρύζι και γενικά όσων τροφών περιέχουν άμυλο). Οι υδατάνθρακες είναι συνήθως πολυμερή μόρια, δηλαδή οργανικές αλυσίδες των οποίων οι κρίκοι αποτελούνται από μόρια γλυκόζης. Όταν οι αλυσίδες αυτές εισέρχονται στο πεπτικό μας σύστημα, διασπώνται σε γλυκόζη και αυτή μετά απορροφάται και φτάνει στο αίμα. Η παρουσία της γλυκόζης στο αίμα λειτουργεί ως ερέθισμα για να εκκρίνει το πάγκρεας μία ορμόνη που λέγεται ινσουλίνη. Η ινσουλίνη είναι απαραίτητη ώστε να μπει η γλυκόζη εκεί που πρέπει: μέσα στα κύτταρα (βασικά στα μυικά κύτταρα) για να "καεί" -να διασπαστεί- ώστε να παραχθεί ενέργεια. Το σύστημα γλυκόζη-ινσουλίνη λειτουργεί με μεγάλη ακρίβεια, έτσι ώστε να μην κυκλοφορεί περιττή ποσότητητα γλυκόζης στο αίμα ή αν θέλετε έτσι ώστε η συγκέντρωση της γλυκόζης στο αίμα να μην παρουσιάζει πολλές αυξομειώσεις και να μένει σχετικά σταθερή.
Στην παραπάνω διαδικασία ο ρόλος της έγκαιρης και ικανοποιητικής έκκρισης της ινσουλίνης είναι αποφασιστικής σημασίας. Χωρίς αυτήν, η γλυκόζη συσσωρεύεται ανέρχεται σε υπερβολικά επίπεδα και έχουμε αυτό που λέμε "σάκχαρο" ή προς το επιστημονικότερον "διαβήτης". Υπάρχουν δύο είδη διαβήτη, ανάλογα με αν η ινσουλίνη αδυνατεί να εκκριθεί ή αδυνατεί να δράσει. Στην περίπτωση της ανεπαρκούς έκκρισης από το πάγκρεας ο διαβήτης αποκαλείται τύπου Ι και όπως είναι αναμενόμενο αντιμετωπίζεται με ενέσεις ινσουλίνης, ώστε να αποκατασταθεί η ανεπάρκεια. Ο διαβήτης τύπου Ι απαντάται συνήθως σε νέους και οφείλεται μάλλον σε γενετικά αίτια. Η συχνότερη μορφή διαβήτη είναι ο τύπου ΙΙ, κατά τον οποίον το πάγκρεας ναι μεν εκκρίνει ικανοποιητικές ποσότητες ινσουλίνης, όμως τα κύτταρα στα οποία πρέπει να μπει μέσα η γλυκόζη δεν ανταποκρίνονται στην παρουσία της ινσουλίνης, με άλλα λόγια είναι ανθεκτικά στην ινσουλίνη. Ως αντιστάθισμα το πάγκρεας εκκρίνει παραπάνω ινσουλίνη, η οποία όμως λόγω αντίστασης των κυττάρων δε δρα επαρκώς με αποτέλεσμα να παρατηρούνται και υψηλά επίπεδα ινσουλίνης και υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Ο διαβήτης τύπου ΙΙ παρατηρείται συνήθως σε ενήλικες και οφείλεται κυρίως στην παχυσαρκία.
Και οι δύο μορφές διαβήτη μπορούν να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία. Πέραν του διαβητικού κόμματος (υπεργλυκαιμικό κόμμα, δηλαδή υπερβολική ποσότητα γλυκόζης στο αίμα), άλλες επιπλοκές της πάθησης είναι η τύφλωση, η αδυναμία επούλωσης πληγών και ελκών ιδίως των κάτω άκρων, κατάσταση που μπορεί να φτάσει μέχρι και σε ακρωτηριασμό (αυτά οφείλονται σε βλάβες των μικρών αγγείων που αιματώνουν τους περιφερειακούς ιστούς) και η στεφανιαία νόσος της καρδιάς.
Σκοπός του παρόντος σημειώματος όμως δεν είναι να σας ενημερώσουμε για την κρισιμότητα του διαβήτη. Αντιθέτως μάλιστα, σκοπός μας είναι να σας ανακουφίσουμε και να σας βεβαιώσουμε ότι οι εκδηλώσεις του διαβήτη, όπως ακριβώς και της υπέρτασης που μας απασχόλησε στις προηγούμενες αναρτήσεις μας, δεν είναι πάντα της ίδιας βαρύτητας. Κάποιοι τρώνε δυό κουταλιές ζάχαρη και πέφτουν ξεροί ενώ κάποιοι άλλοι μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί και η παθογένειά τους να γίνεται αντιληπτή μόνο με εργαστηριακές εξετάσεις (ή αν φάνε 2-3 κανταίφια στην καθισιά!). Το ερώτημα που τίθεται (ΞΑΝΑ) είναι πώς ορίζουμε την ύπαρξη διαβήτη; Μα φυσικά με τη βοήθεια (ΞΑΝΑ) κάποιων αριθμών. Αν η τιμή γλυκόζης στο αίμα ενός νηστικού ανθρώπου είναι πάνω από το 140 τότε αυτός θεωρείται διαβητικός. Αυτό το αποφάσισε μία επιτροπή ειδικών και δεν είχαμε κανέναν λόγο να το αμφισβητήσουμε γιατί με αυτό το όριο βαφτίζονταν διαβητικοί σχεδόν πάντα όσοι είχαν πραγματικό πρόβλημα.
Το κακό με τις επιτροπές ειδικών είναι ότι ξανασυνεδριάζουν. Όταν το κάνουν αυτό, το κάνουν σχεδόν πάντα εναντίον μας. Δηλαδή συνήθως για να αρρωστοποιήσουν τους υγιείς. Το 1997 λοιπόν οι σοφοί της επιτροπής ξανασυνεδρίασαν και αποφάσισαν να κατεβάσουν το όριο που χωρίζει τους διαβητικούς από τους υγιείς στο 126 (ποτέ δε θα δείτε μια επιτροπή να ανεβάζει το όριο. Όπως ποτέ δε θα δείτε κάποιον να βγάζει τα μάτια του μόνος του). Δηλαδή αν κάποιος το 1997 είχε τιμή γλυκόζης νηστείας από 126 έως 140, πριν το 1997 θεωρούνταν υγιής ενώ μετά το 1997 διαβητικός. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι στο Δυτικό κόσμο (στον υπόλοιπο έχουν άλλα προβλήματα) βαφτίστηκαν ξαφνικά διαβητικοί γύρω στα 5 εκατομμύρια άνθρωποι. Με άλλα λόγια αρχίσαμε να δίνουμε φάρμακα σε ακόμα 5 εκατομμύρια ανθρώπους (ισοβίως, για όλη τους τη ζωή). Αυτό σημαίνει ότι πιθανώς σε κάποιους από αυτούς θα προλάβουμε τις επιπλοκές ενός μελλοντικού καραμπινάτου διαβήτη, αλλά στους περισσότερους ανθρώπους θα δίνουμε φάρμακα άνευ λόγου και αιτίας επειδή το πιθανότερο είναι ότι οι έχοντες σάκχαρο από 126-140 ποτέ δε θα αναπτύξουν συμπτώματα επειδή η πάθησή τους είναι οριακής σημασίας. Αυτή η τελευταία ομάδα δε θα κερδίσει ΤΙΠΟΤΑ απο την αγωγή. Το μόνο που θα πρέπει να αναμένει είναι φαρμακευτικές παρενέργειες και υποβιβασμό της ποιότητας ζωής τους επειδή τους κάναμε να νοιώθουν άρρωστοι και να φοβούνται να συμμετέχουν στις απλές απολαύσεις της ζωής (π.χ να φάνε μία σοκολάτα με τον καφέ τους).
Γενικότερα, όσο επεκτείνουμε τα όρια του παθολογικού σε περιοχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν φυσιολογικές τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να ωφεληθούν οι νεοεφευρεμένοι "ασθενείς". Αυτό φάνηκε σε μία κλινική μελέτη, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν το 2008 στο επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine. Σκοπός της μελέτης ήταν να διαπιστώσει αν η προσπάθεια μείωσης της γλυκόζης του αίματος στα αυστηρώς φυσιολογικά όρια μειώνει τους θανάτους από καρδιακές προσβολές. Στη δοκιμή συμμετείχαν 10.000 διαβητικοί στους μισούς από τους οποίους δίνονταν έντονη αντιδιαβητικοί αγωγή ώστε η τιμή της γλυκόζης του αίματός τους να είναι αυστηρά ρυθμισμένη, ενώ στους υπόλοιπους η ρύθμιση ήταν λιγότερο αυστηρή.
Το αποτέλεσμα; Η κλινική μελέτη σταμάτησε εσπευσμένως όταν οι υπεύθυνοι κατάλαβαν ότι έβλαπταν (να πω σκότωναν;) παρά ωφελούσαν όσους βρίσκονταν σε σχήμα εντατικής ρύθμισης του σακχάρου τους. Συγκεκριμένα, απεβίωσε το 5% αυτών, έναντι του 4% όσων το σάκχαρο ρυθμιζόταν κατά πιο χαλαρό τρόπο. Αυτό σημαίνει 25% σχετική αύξηση της θνησιμότητας. Αν αναρωτιέστε πώς είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, πρέπει να ξέρετε ότι το σάκχαρο είναι ένα μέγεθος με φυσιολογικές διακυμάνσεις. Όταν προσπαθείς να το διατηρείς στα 126, αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της προσπάθειας θα υπάρχουν και χρονικά διαστήματα που αυτό θα πέσει και πιο κάτω, προκαλώντας υπογλυκαιμία, κάτι που είναι γνωστό ότι αυξάνει την πιθανότητα θανάτου, γεγονός που αποτυπώθηκε και στα ευρήματα της μελέτης. Βέβαια οι υπεύθυνοι της έρευνας δήλωσαν επισήμως ότι κάποιος απροσδιόριστος παράγοντας προκάλεσε την αυξημένη θνησιμότητα, αλλά είμαι σίγουρος ότι αν η έκβαση ήταν αντίθετη, αν δηλαδή διαπιστωνόταν ότι η έντονη φαρμακευτική αγωγή μείωνε τους θανάτους τότε οι συγγραφείς θα μας διαβεβαίωναν ότι το θαυματουργό αποτέλεσμα οφειλόταν στα φάρμακα. Μονά ζυγά δικά τους.
Ποιός είναι ο ορθός τρόπος ανάγνωσης της κλινικής δοκιμής; Πρόκειται για μία ακόμα κλασσική περίπτωση υπερδιάγνωσης. Αν είναι επικίνδυνο να μειώνουμε το σάκχαρο στους διαβητικούς μέχρι την σχεδόν φυσιολογική τιμή, τότε είναι επικίνδυνο να βαφτίζουμε διαβητικούς όσους η τιμή του σακχάρου τους είναι σχεδόν φυσιολογική. Με άλλα λόγια, υπερδιαγνώσκοντας φυσιολογικούς ανθρώπους ως διαβητικούς, οι πιθανότητες είναι να τους κάνουμε κακό παρά καλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου