
Ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι η αυτοβιογραφία του Νομπελίστα βιοχημικού Arthur Kornberg, «For the Love of Enzymes». Ο Kornberg, μαζί με τον συνεργάτη του Severo Ochoa, ανακάλυψε ένζυμα απαραίτητα για τη σύνθεση του DNA, όπως η DNA πολυμεράση Ι και η πολυνουκλεοτιδική φωσφορυλάση. Ανήκε στη γενιά των επιστημόνων που έγραψαν ιστορία, όχι επειδή διακρίθηκαν στην εξασφάλιση ερευνητικών προγραμμάτων και επιδοτήσεων, αλλά επειδή, κινούμενοι από την πνευματική τους ανησυχία και τις επιστημονικές τους εμμονές, προσέφεραν στον κόσμο συναρπαστικές ανακαλύψεις. Κοιτάω τις φωτογραφίες τους και ανασυσταίνω νοερά τη ζωή τους. Πρόσωπα έντονα, με μάτια που λάμπουν, με το τσιγάρο να κρέμεται στην άκρη του στόματος -πάνω από το φασματοφωτόμετρο. Ζωές δημιουργικές, φλογοβόλες και αντισυμβατικές, κάπου - κάπου αντικοινωνικές.
Κάνω μια στροφή 180 μοιρών και έρχομαι πρόσωπο με πρόσωπο με το παρόν. Αποστρέφω τρομαγμένος το πρόσωπό μου και κραυγάζω: Ο ΘΕΕ ΜΟΥ, ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΒΑΡΕΤΟΙ; Μήπως άλλαξε ο κόσμος και δεν το κατάλαβα; Μήπως γερνάω και σκοτεινιάζει; Και εκεί που νόμιζα ότι ο κόσμος αποφάσισε να προχωρήσει ερήμην μου, βλέπω με ανακούφιση να προσγειώνεται πάνω στο γραφείο μου το τελευταίο άρθρο του Bruce Charlton, λέκτορα του Τμήματος Ψυχολογίας στο Newcastle upon Tyne, με τίτλο «Why are modern scientists so dull?» Η συλλογιστική του είναι απλή και εξηγεί το λόγο για τον οποίο γεμίσαμε με ανέμπνευστους σοβαροφανείς: οι σύγχρονες διαδικασίες επιλογής επιστημόνων ευνοούν τα ευσυνείδητα, επίμονα και συγκαταβατικά άτομα (κάτι σαν τον Γιωργάκη), σε βάρος των εμπνευσμένων, παρορμητικών και ευφυϊών (κάτι σαν τον Πάγκαλο). Σε κάθε επίπεδο της εκπαιδευτικής και επαγγελματικής εξέλιξης υπάρχει η τάση να εξαιρούνται οι έξυπνοι και οι δημιουργικοί άνθρωποι και να προτιμώνται οι εργατικοί και οι προσαρμόσιμοι.
Σύμφωνα με τον Charlton ο αποκλεισμός αυτός γίνεται de facto, εξ’ αιτίας των νέων συνθηκών που επικρατούν στο χώρο της επιστήμης. Οι νεοεισερχόμενοι στον ακαδημαϊκό χώρο, είναι αναγκασμένοι πριν γίνουν ερευνητικά ανεξάρτητοι, να περάσουν 10, 15 ή ακόμα και 20 χρόνια δουλεύοντας σε θέματα που τους ορίζουν άλλοι. Μετρήστε: 2-3 χρόνια μεταπτυχιακό, 5-6 χρόνια διδακτορικό, 5-6 χρόνια post doc και άλλα 4-5 σε ερευνητικό πρόγραμμα ως φθηνή εξειδικευμένη ερευνητική σάρκα, είναι αρκετά για να τρέψουν σε φυγή κάθε δημιουργικό και ζωντανό άνθρωπο που σέβεται τον εαυτό του.
Όσοι εμπνευσμένοι άνθρωποι καταφέρουν μετά απ’ όλα αυτά να διατηρήσουν το όραμά και τον αυθορμητισμό τους, θα πρέπει μετά να έρθουν αντιμέτωποι με ένα άλλο είδος ερευνητικής εξάρτησης. Εκεί που ένας επιστήμονας κάποτε μπορούσε να ακολουθήσει την περιέργειά του και να κυνηγήσει όποιο απροσδόκητο εύρημα προέκυπτε από την έρευνά του χωρίς να πιέζεται από ασφυκτικούς χρονικούς ορίζοντες, σήμερα είναι αναγκασμένος να τρέχει πίσω από θέματα που τα ορίζει η διαθεσιμότητα ερευνητικών κονδυλίων (ευρωπαϊκών, ντόπιων και ιδιωτικών). Ο επιστημονικός του ορίζοντας περιορίζεται από τον ασφυκτικό ζουρλομανδύα των «παραδοτέων» και η έμπνευσή του συνθλίβεται από τις αυστηρές deadlines. Οι συνθήκες αυτές απαιτούν ανθρώπους εξαιρετικά επίμονους, κομφορμιστές, συγκαταβατικούς, εν τέλει άψυχους και οργανωτικούς. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η Δαρβινική νομοτέλεια της επιστημονικής εξέλιξης θα απορρίψει τους ευφυείς, τους ευφάνταστους, τους ανεξάρτητους, τους εγωιστές. Και όλοι ξέρουμε ότι μπορεί οι πρώτοι να είναι καλοί για γείτονες -ιδίως των Βόρειων προαστίων-, αλλά είναι οι δεύτεροι αυτοί που κάνουν τον κόσμο να γυρίζει. Κάτι σαν τη διαφορά ανάμεσα σε μία βαρετή σύζυγο και μια εκρηκτική ξανθιά ερωμένη.
Ο Charlton ξεχωρίζει τα ανώτατα επιστημονικά κλιμάκια σε «φυσιολογικά» και σε «επαναστατικά». Τα πρώτα χρειάζονται πειθαρχημένους διεκπεραιωτές, ικανούς να υλοποιήσουν μικρά βήματα προς έναν προκαθορισμένο επιστημονικό στόχο, τα δεύτερα όμως απαιτούν ριζοσπάστες της σκέψης και προκλητικούς αμφισβητίες. Σύμφωνα με τον Charlton, οι σύγχρονες συνθήκες επιλογής, πριμοδοτώντας την ευσυνειδησία και αδιαφορώντας για το IQ, διασφαλίζουν τη λειτουργία των «φυσιολογικών» κλιμακίων, αλλά αδιαφορούν για τα ανώτατα ερευνητικά επίπεδα.
Βέβαια μπορεί η επιλογή υπέρ της ευσυνειδησίας να μην ευνοεί τους διαθέτοντες υψηλό δείκτη ευφυΐας, αλλά τουλάχιστον δεν τους αποκλείει. Αυτούς που σίγουρα αποκλείει είναι τους ανθρώπους με υψηλό δείκτη ψυχωτισμού (psychoticism, ένα από τα τρία χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σύμφωνα με τον Hans Eysenck. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον ψυχισμό). Ο ψυχωτισμός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την υψηλή δημιουργικότητα, τον παρορμητισμό και την ατέρμονη παραγωγή ιδεών. Δυστυχώς όμως για όλους μας, είναι μέγεθος αντιστρόφως ανάλογο με την συγκαταβατικότητα. Δηλαδή είναι αδύνατον άτομα λίαν επιμελή και εργατικά να είναι και δημιουργικά! Αυτή είναι η αιτία για την οποία το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα αποτελείται από ανέμπνευστους και βαρετούς λαπάδες. Σημειώνουμε ότι άτομα με υψηλή δόση ψυχωτισμού είναι δυσπροσάρμοστα, αντικοινωνικά και φλερτάρουν με την ψυχοπάθεια. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές μεγαλοφυΐες διακατέχονται από ένα είδος δημιουργικής υπερδραστηριότητας, το οποίο συχνά -και ίσως ορθώς- εκλαμβάνεται ως τρέλα. Και όμως, είναι οι άνθρωποι αυτού του είδους που θα εμπνεύσουν, θα σκεφτούν «έξω από το κουτί», θα ξεφύγουν από τα πλαίσια της συμβατικής σκέψης, θα εντυπωσιάσουν και θα δουν την λύση εκεί που οι διεκπεραιωτές θα βλέπουν το πρόβλημα.
Όσον αφορά τον εμπλουτισμό των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων με τέτοιους ανθρώπους και επειδή είναι μάλλον δύσκολο να υποβάλλονται οι υποψήφιοι σε αξιόπιστα τεστ δημιουργικότητας, η ανακάλυψή τους μπορεί να γίνει εμμέσως, κατά τρόπο αρνητικό: δηλαδή να επιλέγονται όσοι τουλάχιστον δεν είναι βαρετοί σπασίκλες (η έμφαση στο βαρετοί!). Για να εμπλουτιστούν τα ερευνητικά ιδρύματα με ανθρώπους ικανούς για αναπάντεχες συλλήψεις και ρηξικέλευθες τομές ο Βρετανός ψυχολόγος προτείνει η εκπαιδευτική αξιολόγηση να μη γίνεται αποκλειστικά στη βάση της καλής μαθητικής απόδοσης (δηλαδή στη βάση της πειθαρχημένης υπερπροσπάθειας - απομνημόνευσης), αλλά να συνυπολογίζεται και ο δείκτης ευφυΐας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τουλάχιστον δεν θα αποκλείσουμε την πρόσβαση των δημιουργικών ανθρώπων στα υψηλά ερευνητικά επίπεδα.
Το χειρότερο είναι ότι έχει ήδη διαμορφωθεί μια γενιά επιστημονικών ηγετών και δημοσίων λειτουργών που αξιολογεί και επιλέγει τους διαδόχους της με βάση τα κριτήρια καθωσπρεπισμού με τα οποία επιλέχτηκε η ίδια. Και επειδή «ο όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα», πιθανώς το ζητούμενο ενός καλύτερου κόσμου για τα παιδιά μας να περνάει μέσα από την ακύρωση μιας γενιάς. Της δικιάς μας!