Τη δεκαετία του '80 έκαναν την εμφάνισή τους στην αγορά νέες ομάδες αντιϋπερτασικών φαρμάκων, που δρούσαν απ' ευθείας στους βιοχημικούς μηχανισμούς που ευθύνονταν για την υπέρταση. Πιο γνωστές απ' αυτές τις ομάδες ήταν οι ανταγωνιστές των διαύλων ασβεστίου (calcium channel blockers, ή Ca blockers) και οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (Angiotensin Converting Enzyme inhibitors, ή ACE inhibitors). Τα φάρμακα αυτά έμελλε ουσιαστικά να αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά διουρητικά και θα άλλαζαν τον τρόπο αντιμετώπισης της υπέρτασης, τις συνταγογραφικές συνήθειες των γιατρών και θα προσέθεταν ένα δυσβάστακτο βάρος στον προϋπολογισμό των ασφαλιστικών ταμείων, το οποίο βέβαια θα μετατρεπόταν σε κέρδος στους προϋπολογισμούς των εταιρειών [δύο αρχές είναι αιώνιες στον κόσμο μας: αυτή της διατήρησης της ενέργειας και αυτή της διατήρησης των χρημάτων. Ποτέ δεν χάνονται. Αλλάζουν μορφή ή χέρια]. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι, παρ' όλο που κανείς δεν ήξερε αν τα καινούργια φάρμακα ήταν καλύτερα των παλιών, το μερίδιο αγοράς των πάμφθηνων διουρητικών έπεσε από 56% το 1982, σε 27% το 1992. Υπολογίζεται ότι στις ΗΠΑ, αυτή η μετάβαση στα νεώτερης γενιάς αντιϋπερτασικά κόστισε στα ασφαλιστικά ταμεία 3,1 δις δολάρια για το συγκεκριμένο διάστημα.
Κάθε εταιρεία που επιθυμεί να κυκλοφορήσει στην αγορά ένα φάρμακο, πρέπει πρώτα να διεξάγει κάποιες κλινικές μελέτες για να αποδείξει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια του προϊόντος της. Αν τα αποτελέσματα των μελετών είναι θετικά, τότε ο αρμόδιος κρατικός οργανισμός (FDA στις ΗΠΑ) δίνει την έγκριση και το φάρμακο παίρνει άδεια κυκλοφορίας. Μέχρι στιγμής όλα φαίνονται ωραία και λογικά. Ποιο είναι το πρόβλημα; Στις κλινικές δοκιμές, η εταιρεία οφείλει να αποδείξει ότι το φάρμακό της είναι απλώς καλύτερο από ένα ψεύτικο φάρμακο, placebo όπως λέμε.
Για να δώσουμε ένα υποθετικό παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι κάποιοι επιστήμονες ενδιαφέρονται να αποτιμήσουν την αντιϋπερτασική αξία ενός ACE inhibitor. Αυτό που κάνουν είναι να κατανέμουν, π.χ. 2000 υπερτασικούς ασθενείς σε δύο ομάδες. Στους 1000 δίνουν έναν ACE inhibitor και στους άλλους χίλιους ένα ψεύτικο χάπι, ίδιο και απαράλλαχτο με το άλλο. Έτσι ελέγχουν κατά πόσον η όποια αποτελεσματικότητα του δραστικού φαρμάκου δεν οφείλεται στην αυθυποβολή του ασθενούς, αλλά σ΄ αυτήν καθ’ αυτήν τη δράση του φαρμάκου.
Άρα, όταν ένα φάρμακο αποδεικνύεται αποτελεσματικό, σημαίνει ότι απλώς είναι πιο αποτελεσματικό από το placebo και όχι από τα ήδη κυκλοφορούντα στην αγορά. Έτσι λοιπόν αυτό που γνωρίζαμε είναι ότι τα νέα φάρμακα ασκούν αντιυπερτασική δράση, είναι 10 φορές πιο ακριβά από τα παλιά αντιϋπερτασικά και ότι κάποιες μελέτες -συνήθως χρηματοδοτούμενες από τις ενδιαφερόμενες εταιρείες- έδειξαν ότι σε κάποιους κλινικούς δείκτες (π.χ. πόσο σταθερά κρατάν χαμηλή την πίεση) συμπεριφέρονται καλύτερα από τα παραδοσιακά διουρητικά. Όταν όμως ως πολιτεία αποζημιώνω πανάκριβα φάρμακα, θέλω αυτά να προσφέρουν πραγματικό όφελος, είτε με τη μορφή αυξημένης επιβίωσης ή έστω ως μείωση εγκεφαλικών και εμφραγμάτων και όχι απλώς να υπερέχουν σε κάποιους βιολογικούς δείκτες ή τα διαφημιστικά φυλλάδιά τους να είναι πιο γυαλιστερά από αυτά των παλαιότερων φαρμάκων.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να καταλάβει ο αναγνώστης πριν προχωρήσουμε παρακάτω, είναι ότι η αγορά του φαρμάκου δεν είναι ίδια με την αγορά άλλων καταναλωτικών αγαθών. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι το καλύτερο ή το φθηνότερο προϊόν θα κερδίσει το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, επειδή η αγορά του φαρμάκου χαρακτηρίζεται από δύο καταπληκτικές και μοναδικές στρεβλώσεις:
Το φάρμακο - προϊόν δεν το επιλέγει ο τελικός χρήστης (ασθενής), διότι δεν διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις. Την επιλογή την κάνει κάποιος άλλος για λογαριασμό του (ο γιατρός).
Δεν πληρώνει ο τελικός χρήστης, αλλά ένας οργανισμός που διαχειρίζεται τα λεφτά ενός συνόλου ανθρώπων (ασφαλιστικά ταμεία).
Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά δημιουργούν μία στρεβλή αγορά, όπου η θέση του γιατρού, ως έχοντα την εξουσία της συνταγογράφησης, είναι πανίσχυρη. Για άγνωστους λόγους τα ασφαλιστικά ταμεία συνήθως δε μπαίνουν στον κόπο να συγκρίνουν την ποιότητα των προϊόντων που αγοράζουν, με αποτέλεσμα οι γιατροί να καθίστανται οι απόλυτοι ρυθμιστές της αγοράς, δημιουργώντας ένα καταπληκτικά ισχυρό επαγγελματικό μονοπώλιο. Επειδή οι γιατροί δεν είναι θεοί, ούτε άγιοι και επειδή το κράτος και τα ταμεία επιλέγουν να απέχουν, συμβαίνει συχνά τα φάρμακα με το ισχυρότερο μερίδιο αγοράς να είναι αυτά που διαθέτουν το αποτελεσματικότερο μάρκετινγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο προϋπολογισμός των τμημάτων μάρκετινγκ των φαρμακευτικών εταιρειών είναι σαφώς μεγαλύτερος από αυτόν της φαρμακευτικής έρευνας (το περίφημο R&D, Research and Development).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου