Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2011

Lift για πάντα


Πάντα έλεγα ,ότι μπορούσα να μιλάω με τον εαυτό μου, και το θεωρούσα πλεονέκτημα. Κανονικός διάλογος όμως. Σαν να υπήρχε και κάποιος άλλος συγχρόνως. Υπήρχε η αίσθηση του γελοίου μέσα μου, όταν συνέβαινε, αλλά ποιος νοιαζόταν. Εξάλλου και την γελοιότητα πάντα την θεωρούσα πλεονέκτημα. Χώρια που σου θέτει το μέτρο.

Κάτι τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το κεφάλι μου καθώς ήμουν έτοιμος να μπω στο κτίριο. Κοίταξα τον ουρανό .Σουρούπωνε και είχε συννεφιά. Πολύ μουντός καιρός. Μισοσκότεινα. Τα φώτα του δήμου θα αργούσαν να ανάψουν . Η λιτότητα ήταν εκεί.

Μπήκα στο ισόγειο και είπα στα παιδιά του γραφείου που ήρθαν να δουν ποιος ήταν, ότι ανεβαίνω πάνω. 

«Καλά γιατί δεν πήγες από την είσοδο» ρώτησα μέσα μου.
«Ηθελα  να δώ το γραφείο» μουρμούρισα έξω μου. Κανένας δεν άκουσε τίποτε.

Ανέβηκα τις σκάλες για το πατάρι και άναψα το φώς γιατί δεν έβλεπα καλά.

«Καλά , πόσο καιρό είχα να ‘ ρθώ εδώ;»
«Πόσα έχουν αλλάξει ……;»
«Σίγουρα κάποιος από τα παιδιά θα προσπάθησε να αρχειοθετήσει και…» αντάλλασα σκέψεις.
Η λάμπα ήταν μικρής ισχύος και είχε μισοσκόταδο….
«Πού είναι η πόρτα ;» ρώτησα
«Κοιτά να δεις , βγες από το μπαλκόνι και πέρνα στο διπλανό αίθριο ,στο καφέ του κτιρίου» μου πρότεινε.

Δεν το πολυσκέφτηκα. Καθώς σκαρφάλωνα το κάγκελο , είδα προς τα κάτω .Δεν ήταν ψηλά . Το μισοσκόταδο εδραιωνόταν. 

Πήδηξα από το κάγκελο στο αίθριο που ήταν δίπλα , κι ένοιωσα  βλέμματα να κοιτούν . Λίγο στενάχωρα ήταν αλλά , είπαμε η γελοιότητα ήταν το ατού μου.
Ηταν φθινόπωρο και ο καιρός ήταν καλός, οπότε το καφέ ήταν γεμάτο. «Λιτότητα» – «καφές το απόγευμα»  0-1 .Κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ για να ανέβω επιτέλους πάνω.

Πάτησα το κουμπί και κοίταξα δίπλα μου. Κάπου τον ήξερα αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ. Μάλλον θα ήταν ένοικος και αυτός.
Μπήκαμε μαζί μέσα και ο θάλαμος ξεκίνησε αμέσως προς τα πάνω.

Κάτι δεν πήγαινε καλά αλλά δεν έδωσα την πρέπουσα σημασία. Πολλές φορές τα πράγματα πρέπει να τα ελέγχεις όσο είναι μικρά. Άπαξ και μεγαλώσουν σε ελέγχουν αυτά. Ηταν τελικά μια από αυτές τις φορές. Ο θάλαμος, ενώ θα έπρεπε ως ένοικος να τον ξέρω ,μου φάνηκε πιο μικρός σε μέγεθος και σιγά σιγά ένοιωθα ότι μίκραινε κιόλας. 

«Κάτι δεν πάει καλά» είπα μέσα μου
« Ναι αλλά κοίτα τον άλλο , κάνει σαν να μην συμβαίνει τίποτε»
«Μα δε βλέπει ότι μικραίνει ο θάλαμος;»

Ο θάλαμος όντως μίκραινε . Η μια του μεριά ήταν σταθερή . Εκεί είχαμε ακουμπήσει την πλάτη μας. 

«Με την πλάτη στο τοίχο» σκέφτηκα αλλά συγχρόνως είχα τον έλεγχο. 

Η αλήθεια είναι ,ότι έπαιρνα θάρρος και από τον άλλο ,που το έπαιζε αδιάφορος!
Ξαφνικά με μιας η πόρτα του θαλάμου ήρθε ακριβώς μπροστά μου. 

«Στα 2 εκατοστά ήρθε πρόσεξε» είπα μέσα μου και ένοιωσα, ότι άλλαζε σχήμα ο θάλαμος και μείς μαζί του . Σαν να έστριβε μέσα σε τούνελ. Πάντα προς τα πάνω.
Δεν πρόλαβα να πανικοβληθώ, γιατί σχεδόν αμέσως άνοιξε η πόρτα και βγήκαμε και οι δύο έξω.  
Μου έγνεψε και έφυγε ο άλλος από μία πόρτα στα 3 μέτρα εμπρός.

Ήμουν μόνος . δεν μπορούσα να καταλάβω που ήμουν .Ηταν κάτι σαν δωμάτιο με μώβ διακόσμηση και με κρεβάτι. Μισοσκότεινα. Κοίταξα γύρω μου και είδα στον τοίχο δίπλα στην πόρτα ένα πίνακα ασανσέρ.

«Πάτα τον 13 όροφο»
«Εκεί δεν θέλεις να πάς»
«Ναι αλλά που είμαστε ρε φίλε;»
«Σε θάλαμο ασανσέρ»
«Μην γίνεσαι γελοίος με τις προφανείς παρατηρήσεις»

Πάτησα το κουμπί με την ένδειξη 13 και ο θάλαμος άρχισε να ανεβαίνει. Πολύ γρήγορα σταμάτησε και έσβησε και το φως. Τα φωτάκια στα κουμπιά του πίνακα είχαν φώς . Το μόνο φώς στο δωμάτιο-θάλαμος.

Κάθισα στο κρεβάτι και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Αν ανέλυα την κατάσταση , θα μπορούσα ίσως να βρω και λύση. Αρχισε να κάνει λίγο ζέστη .
«Όχι η ιδέα σου είναι»
«Μα αφού ζεσταίνομαι»
«Κοίτα αν δεν το ελέγξεις θα σε πάρει από κάτω»

Είχα δίκιο , αλλά ο διάλογος με τον εαυτό μου λειτουργούσε ως άμυνα και συγχρόνως και ως τροχοπέδη .
Δεν μπορούσα να θυμηθώ που ήθελα να πάω. 

«Επικεντρώσου σε αυτό»
«Ξέρεις όλα ξεκίνησαν από την στιγμή που δεν μπήκες από την κεντρική είσοδο»
«Ποιος σου είπε να πάς στο γραφείο;»
«Και καλά να πας στο γραφείο αλλά ποιός σου είπε ότι είχε σκάλα από κει που ανέβαινε πάνω;»
«Αλήθεια θυμόμουν ότι υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε από το πατάρι στον 1ο όροφο σε ένα μηχανοστάσιο…»

Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και είχα χάσει και την αίσθηση του χρόνου. Ενστικτωδώς έκανα να δώ την ώρα από το κινητό, αλλά είδα ότι τελείωσε η μπαταρία του.
Προσπάθησα να σκεφτώ πώς βρέθηκα και θυμήθηκα τον προηγούμενο θάλαμο. Τρομοκρατήθηκα γιατί ένοιωσα σαν μέρος της μηχανής του ασανσέρ . Σαν γρανάζι του.

«Σκέψου πως θα φύγεις από δώ»
«Γιατί δεν κάνεις κάτι;»
«Πάτα κανένα κουμπί τουλάχιστον»

Δεν φοβόμουν και αυτό με καθησύχαζε λίγο. Εκανα να ανοίξω την πόρτα .Μάταια . Δεν κουνήθηκε. Εψαξα να βρω κάποια καταπακτή. 

«Είσαι σ΄ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο» είπα 

Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου ,και τότε ,ενώ σκεπτόμουν πως στον προηγούμενο θάλαμο ,είχαμε μαζί με τον άλλο γίνει ,ένα με το μέταλλο και κάναμε ζικ ζακ στην άνοδο, μού ΄ρθε η ιδέα….
Τότε άνοιξε η πόρτα .Ετρεξα προς τη έξοδο . Πρόλαβα και βγήκα. Η πόρτα πίσω μου δεν έκλεισε. 

«Καλύτερα για να μπορείς να γυρίσεις στο δωμάτιο αν το θέλεις» είπα. Ασχετο τελείως.

Ημουν σε μέρος με μηχανές κάπου στην καρδιά της λειτουργίας του ασανσέρ. Σαν στο κεντρικό μηχανοστάσιο.

Μετείχα στην μελέτη του κτίριου ως μηχανολόγος μηχανικός. Οντως υπήρχε τέτοιος χώρος. Κάτι δεν πήγαινε καλά . Δεν ήταν κάτι ζωντανό εκεί. Ηταν μόνο μηχανές και γρανάζια… Ετσι θα έπρεπε να είναι. Αλλά αυτοί οι περίεργοι θάλαμοι.

«Δεν πατάς κανένα κουμπί από το κέντρο ελέγχου»
«Μπορεί να έχει και τηλέφωνο»

Δοκίμασα να πατήσω σε κάποιο πληκτρολόγιο κάτι αλλά τίποτε. Είδα και άλλους συμπιεσμένους θαλάμους με κόσμο μέσα ,να περνούν από κει και να στρίβουν με τον ίδιο τρόπο προς τα πάνω. Φώναξα , μήπως και ακούσει κάνεις από τους αναβάτες αλλά όχι.

«Γνέψε τους , μπορεί να στο ανταποδώσουν» Η γελοιότητα συνεχιζόταν.

Θα έκανα σαν να μην έγινε τίποτε. Γύρισα με σταθερό βήμα στο δωμάτιο – θάλαμο που η πόρτα του ήταν ακόμη ανοιχτή και σκοπό να συνεχίσω το ταξίδι προς τα πάνω. Ημουν σίγουρος ότι αν πατούσα το κουμπί για το 13 .Θα έκλεινε η πόρτα και θα ξεκινούσε . Ίσως στον 7ο όροφο να παίρναμε και άλλο ένοικο. Αν ήταν καμιά ομορφούλα…

Πάτησα το κουμπί και η πόρτα έκλεισε και ο θάλαμος ξεκίνησε. Επιτάχυνε απότομα και τότε κατάλαβα ότι άρχιζε πάλι η συμπίεση .Αυτή την φορά μαζί με τα έπιπλα. Δεν έσπαζαν , αλλά μετασχηματίζονταν σε άλλα μικρότερα. Ο πίνακας στον τοίχο ας πούμε έγινε μίνι κορνίζα. Το κρεβάτι έγινε αρχικά καρέκλα και μετά κομοδίνο…Το χρώμα όμως εκεί. Μώβ. Αρχισα να ασφυκτιώ.

Πέρασα μια δυο στροφές , πάντα με την πλάτη στο τοίχο του θαλάμου. Η πόρτα πάλι στα 2 εκατοστά. Μόνο που αυτή την φορά δεν άνοιξε.

Τα πήρα πάλι από την αρχή , βήμα , βήμα και σκάλωσα στην στιγμή πριν μπω στο κεντρικό μηχανοστάσιο. Εκεί πριν ανοίξει η πόρτα , είχα μια φαεινή ιδέα. Δεν ήταν η λύση, αλλά ήταν μια ιδέα. Αν αποκοπτόμουν από τον άλλο εαυτό μου, τότε μόνος πλέον ,ίσως μπορούσα να αφοσιωθώ στο πρόβλημα και μέσω της ανάλυσης να έφτανα σε κάποια λύση.

«Δεν πιστεύω να το εννοείς;»
«Είναι παγίδα . θα σε λοβοτομήσουν» κραύγαζα.
«Μην φοβάσαι . Ετσι κι αλλιώς θα σε ξαναβρώ»
«Όχι»

Μου έγινε έμμονη ιδέα, Θα το προσπαθούσα. Αλλά πως θα γινόταν; Δεν ήμουν φακίρης.

«Ελα αγόρι μου αυτοσυγκεντρώσου, μπορείς , έλα παλίκαρε , μπορείς…»

Όλα αυτά τα γελοία ,με την πόρτα  2 εκατοστά από το πρόσωπο μου. Και όμως άρχισα να ιδρώνω και να νοιώθω ένα τεράστιο κενό να ανοίγει μέσα μου. Σιγά σιγά ,έφευγε ο άλλος εγώ από μέσα μου… Ωσπου έγινε. Μέγα λάθος. Το κενό τεράστιο . Μια μαύρη τρύπα εντός μου και εντελώς μόνος. Δεν μπορούσα να σκεφτώ πλέον σε πρώτο πρόσωπο.

Σε λίγο ηρέμησα και διαπίστωσα ,ότι υπήρχε μια αλλιώτικη διαύγεια.

Αρχισα να τα βάζω όλα στην σειρά . Αυτή την μέθοδο αποφάσισα να ακολουθήσω. Καταγραφή , μετά κατανόηση.

Μπήκα στο γραφείο…. Μισοσκόταδο, δεν έβρισκα την πόρτα από την ακαταστασία και …. Σκαρφαλώνω στο κάγκελο για το αίθριο . Κοίταξα προς τα κάτω και είδα το πεζοδρόμιο να έρχεται πάνω μου… Μα τι έγινε… Πρέπει ως ερασιτέχνης ακροβάτης , ως η Τσίτα και όχι ως Ταρζάν να γλίστρησα και να έπεσα. Τώρα άκουσα και τον γδούπο. 

Ναι αλλά αν πέθανα τι κάνω εδώ , προς τι η ανάλυση . Που είναι το φώς; Και αυτό το μώβ χρώμα… κάτι δεν πάει πάλι καλά. Ασφυκτιώ ξανά. Τσιμπιέμαι και νοιώθω. Αρα δεν πέθανα.

Τότε μου ήρθε η επιφοίτηση. Δεν είχα πεθάνει ,αλλά αυτό νόμιζαν οι άλλοι, και ήμουν σε ένα πολυτελές φέρετρο με μώβ εσωτερική βελουδένια επένδυση. Αρχισα να ουρλιάζω … 

«Όχι οχι όχι, τουλάχιστον φέρτε μου, τον άλλο μου εαυτό ,δεν θέλω να πεθάνω μόνος.»

 Ηταν προφανές ότι άρχισα να παραδίδω τα λογικά μου  και να παραδίδομαι , ε΄ξού και «το φέρτε μου ..» Σε ποιούς το έλεγα;

Αρχισα να τα κακαρώνω και στύλωσα τα μάτια μου προς το κενό , με το καπάκι στα 2 εκατοστά.
Καθώς αναχωρούσα, μέσα στην ζάλη μου είδα ότι άνοιγε η πόρτα του θαλάμου- δωματίου- φέρετρου μου και έντρομους συγγενείς και φίλους να με κοιτούν .Κάποιοι πιο μεταφυσικοί ρωτούσαν …

«Πες μας , πες μας τι βλέπεις;»
«Αυτά δεν λέγονται»  τους είπα και πέθανα.